- θυρεοειδής
- Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To ολικό βάρος του, στον φυσιολογικό άνθρωπο, κυμαίνεται από 20 έως 40 γρ. Ο θ. έχει άφθονη αιμάτωση και νεύρωση· ιστολογικά αποτελείται από κυστικούς σχηματισμούς (κυστίδια), που είναι επενδεδυμένοι από μια στιβάδα επιθηλιακών κυττάρων και περιέχουν μια πρωτεϊνική ουσία που καλείται, από την όψη της, κολλοειδής ουσία. Η μορφή των κυστιδίων ποικίλλει ανάλογα με τη δραστηριότητα του αδένα. Η κολλοειδής ουσία είναι προϊόν των κυττάρων των κυστιδίων· o θ. την εναποθηκεύει και έχει την ικανότητα να την εκχέει στην κυκλοφορία ανάλογα με τις ανάγκες του οργανισμού. Η δραστηριότητά του βρίσκεται κάτω από τριπλό έλεγχο: νευρικό, υποφυσιακό (θυρεότροπη ορμόνη) και της ίδιας ορμόνης του θ., που είναι το ενεργό κλάσμα της κολλοειδούς ουσίας και δρα χαλιναγωγώντας την έκκρισή της. Ο θ. παίρνει το ανόργανο ιώδιο που κυκλοφορεί στον οργανισμό και το ενώνει με ένα αμινοξύ, τη θυροξίνη· στη θυροξίνη και σε άλλα παρεμφερή προϊόντα του μεταβολισμού του θ. ανήκει η ορμονική δραστηριότητα του αδένα, η οποία συντελεί στην αύξηση των κυτταρικών οξειδώσεων με ανύψωση του μεταβολισμού.
Πέρα από τη θυροξίνη, στον θ. συντίθενται η τριιωδοθυρονίνη και η καλσιτονίνη.
Η λειτουργία του θ., χάρη στην εκλεκτική του ικανότητα να μεταβολίζει το ιώδιο, μελετήθηκε πλήρως τα τελευταία χρόνια, με τη χρησιμοποίηση των ραδιενεργών ισοτόπων από την ιατρική και τη βιολογία. Έγινε πράγματι δυνατή η παρακολούθηση της πορείας του εισαγόμενου στον οργανισμό σεσημασμένου ιωδίου (31I). Κατασκευάστηκαν έτσι καμπύλες δέσμευσης και αποβολής του στοιχείου από τον αδένα, που είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για ερευνητικούς και διαγνωστικούς σκοπούς, ενώ επιτεύχθηκε επίσης η διερεύνηση της λειτουργικής τοπογραφίας του αδένα, με την αποκάλυψη περιοχών που έχουν διαφορετική δεσμευτική ικανότητα ως προς το ραδιενεργό ιώδιο. Η παθολογία του θ. χαρακτηρίζεται κυρίως από καταστάσεις υπολειτουργίας ή υπερλειτουργίας. Στην υπολειτουργία του θ. παρατηρούνται φλεγμονώδεις επεξεργασίες, σκλήρυνση ή ατροφία του αδένα, κολλοειδής βρογχοκήλη, δηλαδή διόγκωση του αδένα με συσσώρευση κολλοειδούς ουσίας σε κυστίδια με επιθήλιο που υπολειτουργεί. Στην υπερλειτουργία εμφανίζεται πάντα διάχυτη η οζώδης παρεγχυματική βρογχοκήλη. Υπάρχουν και παθήσεις του αδένα που δεν συνοδεύονται από αλλοίωση της ενδοκρινικής λειτουργίας, όπως η απλή βρογχοκήλη, που οφείλεται σε απόλυτη ή σχετική έλλειψη ιωδίου. Η σοβαρότερη κλινική εικόνα του υποθυρεοειδισμού στην παιδική ηλικία είναι ο κρετινισμός: οι σωματικές αναλογίες παραμένουν παιδικού τύπου, η οδοντοφυΐα και η οστέωση καθυστερούν, η εφηβική κρίση δεν εμφανίζεται και η νοημοσύνη υπολείπεται. To μυξοίδημα, που είναι η κλινική έκφραση του υποθυρεοειδισμού του ενήλικα, χαρακτηρίζεται από πάχυνση του δέρματος, που γίνεται παστώδες, ξηρό και τραχύ· τα βλέφαρα είναι πρησμένα και μισόκλειστα, τα χείλη και η γλώσσα χοντρά· τυπική είναι και η επίμονη δυσκοιλιότητα, ενώ ο βασικός μεταβολισμός είναι χαμηλός. Μυξοίδημα παρατηρείται και στην παιδική ηλικία.
Οι παθήσεις που συνοδεύονται από υπερβολική ενδοκρινική λειτουργία είναι κυρίως η νόσος του Basedow και το τοξικό αδένωμα ή νόσος του Plummer· όπως συμβαίνει γενικά με όλες τις παθήσεις του θ., συχνότερα προσβάλλονται οι γυναίκες με κάποια οικογενειακή προδιάθεση. Και οι δύο νόσοι εμφανίζονται συχνά σε περιπτώσεις που προϋπήρχαν απλές βρογχοκήλες. Στη νόσο του Basedow η συμπτωματολογία αναγνωρίζεται σε μία τυπική τριάδα: βρογχοκήλη, εξώφθαλμο, ταχυκαρδία· συχνά εμφανίζονται τρόμος, άφθονος ιδρώτας, απίσχνανση, φυσική αδυναμία και ψυχική ζωηρότητα. Ο βασικός μεταβολισμός είναι αυξημένος. Στη νόσο του Plummer υπάρχει οζώδης υπερπλασία του αδένα και λείπει ο εξώφθαλμος. Περιγράφονται, τέλος, διάφορες μορφές καλοηθών και κακοηθών νεοπλασμάτων του θ. Η θεραπευτική αγωγή των παθήσεων του θ. βασίζεται στη χορήγηση διαφόρων φαρμάκων και ορμονών, σε χειρουργικές επεμβάσεις και στην ακτινοβόληση του αδένα.
θυρεοειδεκτομή. Χειρουργική αφαίρεση όλου ή μέρους του θ. αδένα, για τη θεραπεία βρογχοκήλης, όγκου του θ. ή υπερθυρεοειδισμού.
Ο θυρεοειδής αδένας: 1) επάνω θυρεοειδής αρτηρία· 2) θυρεοειδής χόνδρος· 3) χόνδρινοι δακτύλιοι της τραχείας· 4) αριστερός λοβός του θυρεοειδούς· 5) ισθμός του θυρεοειδούς· 6) φλέβες του θυρεοειδούς· 7) δεξιός λοβός του θυρεοειδούς.
* * *-ές (ΑΜ θυρεοειδής, -ές)1. αυτός που έχει σχήμα θυρεού*2. αυτός που σχετίζεται με τον θυρεοειδή αδένα ή με τον θυρεοειδή χόνδρονεοελλ.ιατρ. «θυρεοειδής αδένας» — ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος τού λαιμού και ο οποίος παίζει σημαντικό ρόλο στην αύξηση τού σώματος και στον μεταβολισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρεός + -ειδής (< είδος), πρβλ. ρομβο-ειδής, ωο-ειδής. Ο αδένας πήρε την ονομασία λόγω τού σχήματος του. Ως ονομασία τού αδένα, η λ. απαντά ως α' συνθετικό αντιδάνειων λ. με τις μορφές θυρ(ο)- (θυρ-αδήν, θυρο-γένη), θυρεο- (θυρεο-ιωδίνη) και θυρεο-ειδ(ο)- (θυρεο-ειδ-εκ-τομή, θυρεο-ειδο-θερα-πεία)].
Dictionary of Greek. 2013.